Γεωργικές, βιομηχανικές και άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες καταστρέφουν τη “Μεσόγειο του Βορρά”, με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις γειτονικές χώρες να συνεργάζονται προκειμένου να βρουν λύση στο πρόβλημα – η οποία ίσως τελικά να βρίσκεται στα μικροσκοπικά μύδια.
Η Βαλτική, η πιο «νεαρή» θάλασσα στον πλανήτη (σχηματίστηκε κατά την υποχώρηση των παγετώνων πριν από 10.000-15.000 χρόνια), είναι ταυτόχρονα και μία από τις πιο μολυσμένες. Κάποια φυσικά της χαρακτηριστικά είναι εκείνα που την καθιστούν εξαιρετικά ευάλωτη στη ρύπανση, όπως το πολύ μικρό βάθος της – κατά μέσο όρο 50 μέτρα, ενώ της Μεσογείου είναι περίπου 1.500 –, καθώς και το γεγονός ότι στην ουσία πρόκειται για μια σχεδόν κλειστή λεκάνη στην οποία εκβάλλουν επτά μεγάλοι ποταμοί, με το νερό σπανίως να ανανεώνεται, αφήνοντας όλα τα απορρίμματα και τις βλαβερές ουσίες στάσιμες – απαιτούνται 25-40 χρόνια για να αλλάξει όλο το νερό της.
Επίσης, δεν βοηθάει το γεγονός ότι η Βαλτική περιλαμβάνει τη μεγαλύτερη έκταση υφάλμυρου νερού στον κόσμο – η υψηλότερη αλατότητα παρατηρείται στα ανοιχτά των ακτών της Γερμανίας, της Δανίας και της Σουηδίας και στη συνέχεια μειώνεται καθώς πηγαίνουμε ανατολικά και προς Βορράν. Παρ’ όλα αυτά όμως ο κύριος ρυπογόνος παράγοντας – και στην περίπτωση της Βαλτικής – είναι η ανθρώπινη δραστηριότητα και παρέμβαση.
Περιτριγυρισμένη από εννέα βιομηχανικά κράτη – Πολωνία, Σουηδία, Φινλανδία, Ρωσία, Δανία, Γερμανία, Εσθονία, Λιθουανία και Λετονία –, με μεγάλες πόλεις και περίπου 85 εκατομμύρια ανθρώπους να ζουν στις ακτές της, είναι φυσικό επακόλουθο να υποφέρει από τα κατάλοιπα της βαριάς βιομηχανίας, τα λύματα και την εντατική γεωργία. Ειδικά η τελευταία αναδεικνύεται στο μεγαλύτερο πρόβλημα. Κατά τη διάρκεια της γεωργικής καλλιέργειας απελευθερώνονται μεγάλες ποσότητες θρεπτικών συστατικών (κυρίως ενώσεις φωσφόρου και αζώτου), οι οποίες, αφού καταλήξουν στη θάλασσα, προκαλούν ευτροφισμό. Τροφοδοτούν δηλαδή, σαν λίπασμα, τον βυθό της θάλασσας και κυρίως επιβλαβή φύκια, διαταράσσοντας την ισορροπία της. Ετσι, εξαντλούνται τα επίπεδα του οξυγόνου, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται νεκρές ζώνες όπου η θαλάσσια ζωή δεν μπορεί να επιβιώσει.
Στον Κόλπο της Φινλανδίας, για παράδειγμα, ο βυθός είναι σε πολλά σημεία εντελώς νεκρός, χωρίς καθόλου οξυγόνο στο νερό και κανέναν ζωντανό οργανισμό. Το 2018, μια τεράστια επεκτατική ανάπτυξη φυκιών κάλυψε σημαντικό τμήμα της Βαλτικής Θάλασσας, επηρεάζοντας τόσο το περιβάλλον – εξοντώνοντας το ζωοπλαγκτόν και τα μικρά ψάρια που αποτελούν τη βάση της τροφικής αλυσίδας – όσο και την τοπική οικονομία. Πέρα από τη γεωργία, επιπλέον θρεπτικά συστατικά μεταφέρουν στη θάλασσα οι ποταμοί που εκβάλλουν σε αυτήν (περίπου 90% του συνολικού φωσφόρου και το 80% του αζώτου).
Η αυξανόμενη παρουσία πλαστικών και μικροπλαστικών στον βυθό και στην επιφάνειά της είναι ακόμα ένας παράγοντας που αποτελεί απειλή για τη θαλάσσια ζωή στη Βαλτική. Μικροπλαστικά έχουν ανακαλυφθεί σε υψηλές συγκεντρώσεις στα ιζήματα και στο στομάχι ψαριών και πτηνών. Εκτός από τα πλαστικά, στον βυθό συνήθως απαντώνται και άλλα απορρίμματα, όπως μέταλλα, γυαλί, κεραμικά, χαρτί, καουτσούκ ή υφάσματα, με ανάλογες αρνητικές συνέπειες.
Βιομηχανικά, χημικά, φαρμακευτικά προϊόντα, βαρέα μέταλλα και φυτοφάρμακα βρίσκουν επίσης τον δρόμο τους στη Βαλτική Θάλασσα, εισχωρούν στην τροφική αλυσίδα με μακροπρόθεσμες συνέπειες για την υδρόβια ζωή και την ανθρώπινη υγεία. Για παράδειγμα, υψηλά επίπεδα τοξικών χημικών ουσιών όπως πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCBs, περισσότερο γνωστά ως κλοφέν) έχουν βρεθεί στα ψάρια, γεγονός που τα καθιστά μη ασφαλή για κατανάλωση. Αυτοί οι τύποι ρύπων προέρχονται από τη βιομηχανία που είναι συγκεκριμένου τύπου για κάθε χώρα της περιοχής.
Για παράδειγμα, η δασοκομία και η παραγωγή χαρτιού είναι οι κυρίαρχες δραστηριότητες στο βόρειο τμήμα της Βαλτικής, με αποτέλεσμα τα χημικά που χρησιμοποιούνται για τη λεύκανση ή τη συντήρηση της ξυλείας να φτάνουν στη θάλασσα. Στο νότιο τμήμα, άλλοι βιομηχανικοί κλάδοι, όπως ο πετροχημικός, ο χημικός, η μεταλλουργία, η κλωστοϋφαντουργία, τα τρόφιμα κ.ά., καθώς και η γεωργία, επιδρούν στη ρύπανση της θάλασσας.
Καλοδιατηρημένα ναυάγια
Παρά το σχετικά μικρό μέγεθός της, στη Βαλτική σημειώνεται αρκετά αυξημένη δραστηριότητα, με το 15% του όγκου της παγκόσμιας εμπορικής ναυτιλίας να συγκεντρώνεται εκεί. Κυριαρχούν τα φορτηγά πλοία που αντιπροσωπεύουν το 46,6% της συνολικής κίνησης εκεί, ενώ τα δεξαμενόπλοια το 23% και τα επιβατηγά πλοία το 4,4%. Εδώ, ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι τα ναυτικά ατυχήματα. Το θετικό είναι ότι τις τελευταίες δεκαετίες έχει παρατηρηθεί χαμηλός αριθμός, με το 10% των ατυχημάτων να καταλήγουν σε μικρή διαρροή πετρελαίου.
Σύμφωνα με την Επιτροπή Προστασίας του Θαλάσσιου Περιβάλλοντος της Βαλτικής, 3.190 ατυχήματα σημειώθηκαν στη Βαλτική Θάλασσα από το 1989 έως το 2020 και, κατά μέσο όρο, μόνο το 6,3% από αυτά οδήγησε σε ρύπανση του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Να αναφέρουμε εδώ ότι δεκάδες χιλιάδες ναυάγια βρίσκονται στον βυθό της Βαλτικής, τα οποία διατηρούνται σε πολύ καλή κατάσταση χάρη στο υφάλμυρο νερό της συγκεκριμένης θάλασσας, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς από τις φωτογραφίες του βιβλίου «Ghost Ships of the Baltic Sea» των Γιόνας Νταμ και Καρλ Ντάγκλας. Στις σελίδες περιλαμβάνονται το «SMS Undine» στη νότια πλευρά της θάλασσας, ένα γερμανικό σκάφος του τέλους του 19ου αιώνα που βυθίστηκε στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, και το σουηδικό πολεμικό πλοίο «Svärdet» που βύθισαν οι Δανοί το 1676, στη διάρκεια μιας από τις μεγαλύτερες ναυμαχίες στην ιστορία των δύο χωρών.
Η ΕΕ για τη Βαλτική
Από τη δεκαετία του 1970 που το πρόβλημα άρχισε να εντείνεται, πολλοί ήταν οι οργανισμοί που ανέλαβαν την προσπάθεια διάσωσής της. Οι χώρες που βρέχονται από τη Βαλτική Θάλασσα, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ενωση, έχουν εφαρμόσει κανονισμούς για τη μείωση του ευτροφισμού και της ρύπανσης από τα θρεπτικά συστατικά, για τον περιορισμό των χημικών αποβλήτων και των πλαστικών απορριμμάτων. Αυτά τα μέτρα αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας του νερού και στην προστασία της θαλάσσιας ζωής.
Η στρατηγική της ΕΕ για την περιοχή της Βαλτικής Θάλασσας στοχεύει στην ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των ενδιαφερόμενων χωρών για την αντιμετώπιση των κοινών προκλήσεων και την αξιοποίηση κοινών ευκαιριών που αντιμετωπίζει η περιοχή. Οι χώρες της ΕΕ που συμμετέχουν είναι η Σουηδία, η Δανία, η Εσθονία, η Φινλανδία, η Γερμανία, η Λετονία, η Λιθουανία και η Πολωνία, ενώ στα σχέδια περιλαμβάνονται επίσης οι Ρωσία, Ισλανδία, Νορβηγία και Λευκορωσία.
Αλλες πρωτοβουλίες περιλαμβάνουν το Σχέδιο Δράσης για τη Βαλτική Θάλασσα (BSAP), το οποίο εγκρίθηκε από την ΕΕ 2007 ως μέρος της δέσμευσής της προς τη HELCOM, η Oδηγία-Πλαίσιο για τα Yδατα (WFD) της ΕΕ, η οποία θέτει το πλαίσιο για την προστασία και τη βιώσιμη διαχείριση όλων των ευρωπαϊκών υδάτων, συμπεριλαμβανομένης της Βαλτικής Θάλασσας, και η Οδηγία-Πλαίσιο για τη Θαλάσσια Στρατηγική (MSFD) που απαιτεί από τα κράτη-μέλη της ΕΕ με θαλάσσια ύδατα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων γύρω από τη Βαλτική Θάλασσα, να αναπτύξουν στρατηγικές για να επιτύχουν ή να διατηρήσουν καλή περιβαλλοντική κατάσταση έως το 2020. Παράλληλα, παρέχει χρηματοδότηση και επιχορηγήσεις μέσω διαφόρων σχετικών προγραμμάτων, ενώ υποστηρίζει την επιστημονική έρευνα και παρακολούθηση στη Βαλτική Θάλασσα για την καλύτερη κατανόηση των αιτιών και των επιπτώσεων της ρύπανσης.
Τι ρόλο παίζουν τα μύδια;
Αν και ταπεινά στην όψη, τα μύδια, εκτός από μια θαυμάσια και θρεπτική τροφή για τον άνθρωπο, μπορεί να συμβάλουν αποφασιστικά στην καταπολέμηση της καταστροφής της Βαλτικής. Ο ρόλος τους ως φυσικών φίλτρων των θρεπτικών ουσιών που καταλήγουν στη θάλασσα δρα κατά του ευτροφισμού και της έλλειψης οξυγόνου στον βυθό. Τα μικροσκοπικά αυτά όντα τρέφονται με μικροσωματίδια του νερού καθαρίζοντάς το, πράγμα που έχει οδηγήσει σε διάφορες προσπάθειες από τους ερευνητές να δημιουργήσουν εκτροφεία μυδιών για να επιλύσουν το πρόβλημα. Τα αποτελέσματα σε πιλοτικά έργα σε χώρες όπως η Σουηδία και η Δανία είναι πολλά υποσχόμενα. Μένει πλέον να τα δούμε και στην πράξη.
Πηγή: tovima.gr